- ανικανότητα
- ητο να είναι κανείς ανίκανος: Τέτοια ανικανότητα να επιβληθεί στα παιδιά του πρώτη φορά συνάντησα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανικανότητα — Παθολογική κατάσταση του άντρα που εκδηλώνεται με αδυναμία στύσης του πέους και μπορεί να οφείλεται σε ανατομικές ανωμαλίες ή λειτουργικές διαταραχές. Από τις ανατομικές ανωμαλίες οι κυριότερες είναι oυποσπαδίας, ο επισπαδίας, οι παθήσεις των… … Dictionary of Greek
Ψυχογενής ανικανότητα — Η έλλειψη της ικανότητας του άνδρα για συνουσία. Οφείλεται σε λειτουργικές διαταραχές και είναι η συχνότερη αιτία ανικανότητας. Στην ψ.α. παρατηρείται έλλειψη στύσης του πέους εξαιτίας ψυχολογικών αναστολών, κυρίως δε ύστερα από φόβο, συγκίνηση,… … Dictionary of Greek
αφωνία — Ανικανότητα εκφοράς ήχου, και συνεπώς πλήρης απώλεια της φωνής, που είναι αποτέλεσμα οξείας ή χρόνιας φλεγμονής ή όγκων του λάρυγγα, ιδιαίτερα στην περιοχή των φωνητικών χορδών. Η α. μπορεί να είναι και νευρικής φύσης, η οποία οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή … Dictionary of Greek
Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance … Wikipedia
αβουλία — Ψυχοδιανοητική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδυναμία ή έλλειψη βουλητικών ενεργειών. Τα αίτιά της μπορεί να είναι οργανικά (υπολειτουργία αδένων) ή ψυχολογικά (διάφορες μορφές νευρώσεων ή ψυχονευρώσεων). Η α. άλλοτε εμφανίζεται ως … Dictionary of Greek
αγραφία — Διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του εγκεφαλικού κέντρου αντίληψης. Αποτέλεσμα της διαταραχής αυτής είναι η ανικανότητα του ατόμου να διατυπώσει κάτι γραπτά ή να γράψει οτιδήποτε του υπαγορεύεται ή και να αντιγράψει κείμενο που βλέπει, γιατί έχει … Dictionary of Greek
αναξιότητα — Όρος του κληρονομικού δικαίου. Η ανικανότητα να γίνει κανείς κληρονόμος ενός προσώπου για ορισμένους λόγους, π.χ. επειδή θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τους γονείς, τα παιδιά του, την/τον σύζυγό του, εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να… … Dictionary of Greek
απαιδευσία — η (AM ἀπαιδευσία) έλλειψη παίδευσης, αμορφωσιά αρχ. 1. αμάθεια, άγνοια, χωριατιά 2. απειρία, ανικανότητα («άπαιδευσία πλούτου» ανικανότητα στη διαχείριση χρημάτων, Αριστοτ.) 3. έλλειψη άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» από έλλειψη άσκησης στη… … Dictionary of Greek
απραξία — Διαταραχή των σκόπιμων κινήσεων και πράξεων, ενώ παραμένουν ακέραιες οι κινητικές, οι αισθητικοαισθητηριακές λειτουργίες και η νόηση. Η α. εμφανίζεται σε περιπτώσεις που προσβάλλονται διάφορες περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek